1) Το σοκ που έρχεται

Στη Γαλλία οι σοσιαλιστές έχουν εξαφανιστεί. Το ίδιο και στη Γερμανία όπου το ιστορικό SPD συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις περί το 15%. Στη Γερμανία οι χριστιανοδημοκράτες με το AfD συγκεντρώνουν πάνω από 50%.

Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα στις τελευταίες εκλογές. Για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση τα κόμματα με δεξιό πρόσημο ξεπέρασαν το 50%.

Στην Ολλανδία ο Βίλντερς, έκανε περίπατο. Σε Σουηδία, Πολωνία τα ίδια.

Στη Γαλλία το κόμμα της Λεπέν εδώ και πολλά χρόνια είναι το μεγαλύτερο. Δεν έχει κυβερνήσει ποτέ λόγω του μοντέλου του δεύτερου γύρου μεταξύ των νικητών.

Παρατηρείται μια μετακίνηση των κοινωνιών προς τα Δεξιά και της ιστορικής Κεντροδεξιάς προς τα Αριστερά.

Η Κεντροδεξιά, όμως, αν δεν επιστρέψει στην πολιτική της κοιτίδα και συνεχίσει να παριστάνει την… Κεντροαριστερά θα το πληρώσει ακριβά.

Έπεσε στην αντίληψή μου πριν λίγες μέρες μια συνέντευξη του Φαμπρίς Λιζερί, που ήταν επικεφαλής στην Frontex στο γαλλικό Le Point.

O Λιζερί στις ερχόμενες ευρωεκλογές κατεβαίνει υποψήφιος με το κόμμα της Μαρίν Λεπέν κατηγορώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πως ενθαρρύνει τη λαθρομετανάστευση.

Μεγαλύτερη απόδειξη της ενθάρρυνσης της παράνομης μετανάστευσης είναι πως μας εκφοβίζουν να μην αποκαλούμε όσους διασχίζουν λαθραία τα σύνορα της  μιας χώρας, λαθρομετανάστες…

Ρωτά ο δημοσιογράφος του Le Point το Λιζερί: Συζητούσατε με το LR (Les Républicains, το παραδοσιακό κεντροδεξιό κόμμα αντίστοιχο με τη δική μας Νέα Δημοκρατία) και το RN (Rassemblement National, Εθνική Συσπείρωση). Επιλέξατε το RN (κόμμα Λεπέν). Γιατί;

Λιζερί: Παραιτήθηκα από την Frontex τον Απρίλιο του 2022. Ξανασκέφτηκα κάποια πράγματα από την αρχή και διάλεξα ένα νέο δρόμο. Αυτά που είχα βιώσει ήταν πολύ σοβαρά για να παραιτηθώ και να αποσυρθώ στη σιωπή ιδιωτεύοντας.

Μετά τη ρήξη το 2019, όταν η Ευρωπαία Επίτροπος Ίλβα Γιόχανσον  μου είχε πει: „Ο ρόλος σας δεν είναι να ελέγχετε τα σύνορα αλλά είναι να αφήνετε τους μετανάστες να μπαίνουν“, είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να μπω στην πολιτική. (Η κ. Γιόχανσον αρνείται τέτοια σχόλια, σημείωμα του Le Point).

Le Point : Ωστόσο εξακολουθείτε να είστε φιλοευρωπαίος…

Ναι και υποστηρίζω το RN γιατί αυτό το κόμμα έχει εξελιχθεί. Δεν υπάρχει πλέον ζήτημα αποχώρησης από την ΕΕ, ζήτημα Frexit, έστω και έμμεσα, δεν υπάρχει ούτε ζήτημα εξόδου από την ευρωζώνη, ούτε ζήτημα εξόδου από τη ζώνη Σένγκεν.

Η Μαρίν Λεπέν και ο Τζορντάν Μπαρντελά  θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη εκ των έσω. Θέλουν μια άλλη Ευρώπη, μια Ευρώπη που να υπηρετεί τους Γάλλους και τους Ευρωπαίους.

Ένιωσα ότι το RN ήταν το μόνο που πραγματικά προσέβλεπε σε μία διακυβέρνηση της Γαλλίας με πολύ ελεύθερο τρόπο, με λύσεις που θα βασίζονται σε μια θαρραλέα, ξεκάθαρη διάγνωση των προβλημάτων και με την επιθυμία να δώσουν συγκεκριμένες λύσεις με την Μαρίν Λεπέν  ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Μπαρντελά ως Πρωθυπουργό….“

Όπως έγινε και με τη Μελόνι η οποία κατηγορούνταν για Ακροδεξιά και κυβερνά ως Κεντροδεξιά, το κόμμα της Λεπέν έχει μετακινηθεί προς το φιλοευρωπαϊκό Κέντρο.

Το ίδιο έχουν κάνει και τα περισσότερα από τα κόμματα που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν σαν ευρωσκεπτικιστικά.

Απομένει μόνο ένα θέμα που προβληματίζει πολλούς Κεντροδεξιούς που έχουν απαυδήσει με την Κεντροδεξιά στα ζητήματα όπως της μετανάστευσης και του δικαιωματισμού: Η σχέση τον κομμάτων αυτών με τον Πούτιν. Αν πάρουν αποστάσεις και σταθούν απέναντι στον Πούτιν όπως έκανε η Μελόνι θα κάμψουν πολλές αντιστάσεις.

Οι εκτιμήσεις συγκλίνουν πως στις επερχόμενες ευρωεκλογές δεν θα πιστεύουμε τα μάτια μας  με αυτά που θα δούμε.

2) Η μεγάλη εικόνα της οικονομικής συγκυρίας

Οι τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσαν μία μακροχρόνια περίοδο χαμηλών επιτοκίων και υψηλής νομισματικής επέκτασης (κατ‘ ουσίαν ο κύκλος των  χαμηλών επιτοκίων στη μέγα-κλίμακα παρακολούθησης ιστορικών κύκλων αρχίζει μετά την πολιτική  του Πόλ Βόλκερ).

Ιδίως μετά την κρίση του 2008, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του δυτικού κόσμου, οδήγησαν τα βασικά προεξοφλητικά επιτόκια των διεθνών αποθετικών νομισμάτων (δολάριο, ευρώ) κοντά στο μηδέν, ενώ παράλληλα διεύρυναν τη νομισματική κυκλοφορία (κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ισολογισμός της FED έφτασε πρόσφατα μέχρι του ποσού των 9 τρισ. δολαρίων).

Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η διοχέτευση ρευστότητας στο σύστημα, θα απορροφούσε τους κραδασμούς των μεγάλων κρίσεων (πιστωτικής 2008, πανδημικής 2020) και θα διευκόλυνε την επαναφορά των οικονομιών σε φάση ανάπτυξης.

Για οποιονδήποτε γνωρίζει στοιχειώδη οικονομικά, μία μακροχρόνια παραμονή της καμπύλης των επιτοκίων κοντά στο μηδέν συνιστά νομισματικό και οικονομικό παράδοξο.

Το κόστος του χρήματος αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της καπιταλιστικής οικονομίας, και όταν το κόστος αυτό τείνει να εκμηδενίζεται, αυξάνεται σε υπέρμετρο βαθμό η διάθεση ανάληψης ρίσκου.

Κάπως έτσι οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες των ανεπτυγμένων οικονομιών (Dow Jones, S&P 500, DAX 30) προσέγγισαν στις αρχές του 2024 τα υψηλότερα ιστορικά τους σημεία.

Ελλείψει άλλων τοποθετήσεων που θα μπορούσαν να προσφέρουν απόδοση (χρηματαγορά, ομολογιακά κουπόνια), η επέκταση της νομισματικής κυκλοφορίας με μαθηματική ακρίβεια θα κατέληγε στα χρηματιστήρια, όχι μόνο από ιδιώτες, επιχειρήσεις κτλ αλλά και από τα μεγάλα συνταξιοδοτικά funds τα οποία αναγκαστικά αναζητούν αποδόσεις συγκεκριμένης κλίμακος.

Στα καθ’ ημάς, η επιτάχυνση της ιστορικής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων  μετά το 2008 -σε συνδυασμό με τη μείωση της τιμής του πετρελαίου την προηγούμενη δεκαετία- είχε θετικές συνέπειες, αφού συνέβαλε τόσο στη μεγάλη αύξηση των τουριστικών ροών και εισπράξεων από Ευρώπη και ΗΠΑ, όσο και από πλευράς ισοζυγίου συναλλαγών.

Τα τελευταία δύο χρόνια, αφ’ ενός μεν λόγω της ανισορροπίας στην παραγωγή και στην εφοδιαστική αλυσίδα που προκλήθηκε λόγω της πανδημικής κρίσης του 2020-21, αφετέρου λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, παρατηρήθηκε μία σημαντική αύξηση των ρυθμών πληθωρισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη με άμεσο αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων από πλευράς κεντρικών τραπεζών.

Οι πληθωριστικές πιέσεις, ιδιαίτερα το 2022 και το πρώτο εξάμηνο του 2023, οδήγησαν τον πληθωρισμό στην Ελλάδα σε επίπεδα άνω του 10%, παρατηρήθηκε όμως αποκλιμάκωση μετά το καλοκαίρι του 2023 με αποτέλεσμα ο ρυθμός να υποχωρήσει στα επίπεδα του 3% την τρέχουσα περίοδο.

Το μεγάλο ερωτηματικό για την ελληνική οικονομία παραμένει το ζήτημα της εξέλιξης των επιτοκίων.

Από δημοσιονομικής πλευράς τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου -ιδίως μετά την τιμολόγησή τους σε καθεστώς επιλέξιμης επενδυτικής βαθμίδας- καταγράφονται με spread από το bund σε επίπεδα κάτω των 100 μονάδων βάσεως.

Η εξέλιξη αυτή διευκολύνει την ομαλοποίηση και το βάθος της δευτερογενούς αγοράς και την ασφαλή πρόβλεψη για εύκολη δανειοδότηση της χώρας πρωτογενώς μεσοπρόθεσμα.

Μία ενδεχόμενη πτώση των επιτοκίων θα είχε θετικές συνέπειες για το ελληνικό χρέος, αφού θα προκαλέσει, εντός της ζώνης του ευρώ αγοραστική ζήτηση για -επιλέξιμα πλέον- ομόλογα μεγαλύτερου κουπονιού σε σχέση με τα γερμανικά, γαλλικά, ολλανδικά κτλ.

Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις για το ελληνικό χρέος έως και τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας δεν προβλέπονται ιδιαίτερα „δραματικές“ η δύσκολα προβλέψιμες (πάντα υπό την αίρεση της ομαλής εξέλιξης των επιτοκίων ή κάποιου αρνητικού οικονομικού ή διεθνοπολιτικού συμβάντος).

Το πραγματικό ερώτημα παραμένει το τι μέλλει γενέσθαι από το 2032 και εντεύθεν όταν θα αρχίσει η εξυπηρέτηση του χρέους προς τον ESM.

Τότε το ύψος των επιτοκίων αλλά και η πιστοληπτική ικανότητα του δημοσίου θα τεθούν επί τάπητος επί διαφορετικής βάσεως. Αξιοσημείωτο όμως είναι το ότι η έκδοση 10ετίας του Ιανουαρίου βρήκε υψηλή ζήτηση, ενώ εκτείνεται στη λήξη μετά το 2032.

Συμπερασματικά, εάν ο κύκλος των χαμηλών επιτοκίων δεν έχει κλείσει τον κύκλο του, αλλά συνεχιστεί για τα επόμενα χρόνια, το 2032 θα επέλθει χωρίς μεγάλες αναταράξεις για την ελληνική οικονομία.

Μία όμως σταθεροποίηση στα τρέχοντα επίπεδα ή ενδεχομένως και σε ανώτερα (γιατί όχι, χρειάζεται φαντασία στις αγορές για να θυμηθώ και τον Κοστολάνι) και σε συνδυασμό με έναν σχετικά υψηλό σταθερό ρυθμό πληθωρισμού, αλλάζει τα δεδομένα για το ελληνικό δημόσιο χρέος.

Οι αγορές και οι συμμετέχοντες σε αυτές έχουν την τάση να „προβλέπουν“ τα μελλούμενα κρίνοντας βάσει του πρόσφατου παρελθόντος.

Γι’ αυτόν τον λόγο τα „στοιχήματα“ στις ομολογιακές αγορές „έπεσαν έξω“ κατά το πρώτο δίμηνο του 2024.

Οι  εμπορικές πολιτικές Τραμπ (που χαμηλόφωνα συνεχίζονται στην φιλοσοφία τους από τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση), η παγκόσμια πανδημική κρίση και ο ουκρανικός πόλεμος φαίνεται ότι έχουν καταφέρει δομικές μεταβολές στην παραγωγή, στα εργασιακά μοντέλα, στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών.

Η ανακατάταξη του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, ο επαναπατρισμός μεγάλων βιομηχανικών και τεχνολογικών υποδομών σε δυτικό έδαφος αλλά και η „εμφατική συνειδητοποίηση“ του διαχωρισμού της υδρογείου σε δύο ή  τρεις μεγάλες σφαίρες (Δύση, Ρωσία-Ευρασία, Κίνα) εμφανώς ανταγωνιστικές (ή και „εχθρικές“ μεταξύ τους) οδηγούν σε μία νέα διεθνή πολιτική και οικονομική φάση πέρα από την παγκοσμιοποίηση του Ρέιγκαν, της Θάτσερ, του Ντενγκ Σιαο Πινγκ και του Κλίντον. Αυτή η εξέλιξη μοιραία θα μεταφερθεί και στις αγορές, απλώς οι συμμετέχοντες σε αυτή (τουλάχιστον η πλατιά μάζα) το μαθαίνουν τελευταίοι.

Ευχαριστώ